Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Γιατί βιολογία?

Οι εξελίξεις στους διάφορους τομείς την Βιολογίας (σε συνεργασία και με άλλες επιστήμες όπως η ιατρική) είναι τόσες και τόσο σημαντικές που δεν υπάρχει περίπτωση να αγοράσετε μία εφημερίδα και να μη αναφέρεται σε ένα θέμα που αφορά στην επιστήμη της Βιολογίας. Έτσι, διαβάζοντας σήμερα των "Αγγελιοφόρο"βρίσκουμε δύο πολύ ενδιαφέροντα άρθρα.


Στο κόκκινο τα αιωρούμενα σωματίδια στην πόλη

Τα αιωρούμενα σωματίδια με διάμετρο κάτω των δέκα μικρομέτρων εξακολουθούν να αποτελούν το σημαντικότερο πρόβλημα ρύπανσης του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης. Παρά το γεγονός ότι σε σχέση με τη δεκαετία του �90 παρατηρείται την τρέχουσα δεκαετία σημαντική μείωση του μέσου όρου των τιμών τους σε όλη την πόλη, εξακολουθεί να παραμένει πολύ μεγάλος ο αριθμός των υπερβάσεων του ημερήσιου ορίου των 50 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς να σημειώνονται πτωτικές τάσεις. Αρκεί να αναφερθεί ότι με βάση τις μετρήσεις του Σταθμού Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης του δήμου Θεσσαλονίκης, στην οδό Βενιζέλου, δύο στις τρεις μέρες κάθε χρόνο, στο κέντρο της πόλης γίνεται υπέρβαση του ορίου που έχει θέσει η ΕΕ, ενώ στο Επταπύργιο και τη Μαλακοπή, σημεία όπου οι σταθμοί δίνουν παραδοσιακά τις χαμηλότερες τιμές στη Θεσσαλονίκη, ανά τέσσερις μέρες καταγράφεται υπέρβαση.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση πάντα τα στοιχεία του δήμου Θεσσαλονίκης μεταξύ των ετών 1989 - 1999 ο μέσος όρος τιμών των αιωρούμενων σωματιδίων, όπως καταγράφηκε από το σταθμό της Βενιζέλου, έφτανε στα 89,68 μικρογραμμάρια (μg)/κ.μ., ενώ από το 2000 και μέχρι το τέλος του 2006 «κατρακύλησε» στα 65,39 μικρογραμμάρια/κ.μ. Η πτώση του μέσου όρου έφτασε στο 27,09%. «Oι συγκεντρώσεις ρύπων σε σημεία αιχμής, όπως στην οδό Βενιζέλου, είναι πολύ υψηλές, έχουν όμως περιορισμένη δυσμενή επίδραση στην υγεία του γενικού πληθυσμού, λόγω του μικρού αριθμού αποδεκτών που εκτίθενται σ� αυτές. Oι τιμές του σταθμού στο δημαρχείο δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως αντιπροσωπευτικές του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης. Αρκεί να αναφερθεί ότι στο Επταπύργιο, όπου βρίσκεται άλλος σταθμός μας, τη δεκαετία του �90 ο μέσος όρος τιμών των αιωρούμενων σωματιδίων ήταν στα 46,84 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, ενώ από το 2000 και μετά έπεσε στα 41,2 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο. Η ποσοστιαία μείωση έφτασε στο 12,04%», τόνισε στον «Α» ο προϊστάμενος του Τμήματος Περιβάλλοντος του δήμου Θεσσαλονίκης, Μάξιμος Πετρακάκης. O ίδιος σημείωσε ακόμα ότι η κυκλοφορία των οχημάτων αποτελεί την κύρια πηγή αιωρούμενων σωματιδίων, ενώ η διασπορά τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα μετεωρολογικά δεδομένα της περιοχής. «Oι επιδημιολογικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει την ύπαρξη βραχυχρόνιων συνεπειών στην υγεία, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για σοβαρές μακροχρόνιες επιδράσεις», τόνισε ο κ. Πετρακάκης.

Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι οι τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων, σύμφωνα με τα στοιχεία του δήμου Θεσσαλονίκης, είναι εμφανώς χαμηλότερες κατά τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες, ενώ αυξάνονται σημαντικά τους μήνες του χρόνου που το κρύο είναι εντονότερο. Επίσης, πολύ λιγότερα αιωρούμενα σωματίδια υπάρχουν στην ατμόσφαιρα του κέντρου της Θεσσαλονίκης τα Σαββατοκύριακα, σε σύγκριση με τις καθημερινές που λειτουργούν πολλές ώρες η αγορά, οι δημόσιες υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις.

Ελπίδα από τα έργα

Την ανησυχία του, επειδή οι τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι συχνά πάνω από το όριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εξέφρασε ο αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος και Πρασίνου του δήμου Θεσσαλονίκης, Νίκος Παπαγιαννόπουλος. Μάλιστα, τόνισε ότι από το 2010 η κατάσταση θα είναι πιο πιεστική, αφού το αποδεκτό όριο από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα κατέβει στα 20 μικρογραμμάρια/κ.μ. και με βάση τις σημερινές συνθήκες η Θεσσαλονίκη είναι αδύνατον να το πιάσει. Προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση, ο κ. Παπαγιαννόπουλος στήριξε τις ελπίδες του στην κατασκευή των μεγάλων συγκοινωνιακών έργων υποδομής (μετρό, υποθαλάσσια αρτηρία και εξωτερική περιφερειακή).

Oι άλλοι ρύποι

O αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος και Πρασίνου Θεσσαλονίκης υποστήριξε ακόμα ότι από το 1989 μέχρι σήμερα παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των τιμών των πρωτογενών ατμοσφαιρικών ρύπων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπως το μονοξείδιο του άνθρακα, το διοξείδιο του θείου, το άζωτο και το όζον (δείκτης των φωτοχημικών ρύπων), όμως το τελευταίο αυξήθηκε στην περιφέρεια της πόλης. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι σπάνιες φορές το χρόνο οι τιμές των παραπάνω στοιχείων ξεπερνούν στη Θεσσαλονίκη τα όρια που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ηχορύπανση

Σημαντικό πρόβλημα ηχορύπανσης έχει η Θεσσαλονίκη, με βάση τις μετρήσεις θορύβου που έγιναν από το Tμήμα Περιβάλλοντος του δήμου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τον υπεύθυνο ελέγχου ατμοσφαιρικής ρύπανσης του δήμου, Απόστολο Κελέση. Ωστόσο, νέα δεδομένα φαίνεται ότι προκαλεί η κυκλοφοριακή συμφόρηση, αφού ελάττωσε τα επίπεδα ηχορύπανσης σε κεντρικούς οδικούς άξονες της πόλης σε σχέση με πριν από 15 χρόνια, αλλά παράλληλα επιδείνωσε το πρόβλημα σε δευτερεύοντες δρόμους.

Oπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Κελέσης, η συνεχής αύξηση του στόλου των οχημάτων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια των ετών 1989 - 2000, η οποία έφτασε το 5,4% κάθε χρόνο, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σημαντική κυκλοφοριακή συμφόρηση, να περιοριστεί η ταχύτητα των αυτοκινήτων στα 20 χιλιόμετρα/ώρα και έτσι να μειωθεί ο θόρυβος στους κεντρικούς δρόμους.

Ωστόσο, η ηχορύπανση σε βασικές αρτηρίες με μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις οδούς Εγνατία, Τσιμισκή και Βασιλίσσης Oλγας. Εξάλλου, δευτερεύοντες δρόμοι του κέντρου της Θεσσαλονίκης, στους οποίους τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε η ηχορύπανση, είναι η Αντιγονιδών, η Δωδεκανήσου και η Διοικητηρίου.


Βρήκαν το γονίδιο της καρδιακής ανεπάρκειας

Νέους ορίζοντες στην αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας ανοίγει ο εντοπισμός του γονιδίου που ευθύνεται για την εμφάνιση της νόσου. Πρόκειται για το γονίδιο της φωσφολαμβάνης που ρυθμίζει τη λειτουργία του μυοκαρδιακού κυττάρου και το οποίο εντοπίστηκε για πρώτη φορά σε άνθρωπο από ομάδα ερευνητών της B� Πανεπιστημιακής Kαρδιολογικής Kλινικής στο νοσοκομείο «Aττικόν» σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Σινσινάτι των HΠA και το Iδρυμα Iατροβιολογικών Eρευνών της Ακαδημίας Αθηνών.

«Η ανακάλυψη του γονιδίου, το οποίο, όταν υποστεί μετάλλαξη, οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια, ανοίγει το δρόμο για τη διερεύνηση νέων θεραπευτικών στόχων», τόνισε σε χτεσινή συνέντευξη Τύπου η ερευνήτρια του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών, Δέσποινα Σανούδου, με αφορμή το 3ο Ετήσιο Διεθνές Συνέδριο «Εξελίξεις 2007 και Προοπτικές 2008 στην Καρδιολογία» που ξεκινά σήμερα στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ίδια, οι ερευνητές εστιάζουν στη μελέτη των μοριακών μηχανισμών της καρδιακής ανεπάρκειας. Δηλαδή, τι συμβαίνει μέσα στα κύτταρα της καρδιάς που οδηγεί στην εμφάνιση και εξέλιξη των παθήσεών της.

Oπως είπε η κ. Σανούδου, το συγκεκριμένο γονίδιο, η φωσφολαμβάνη, που ανακάλυψαν οι επιστήμονες, παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της καρδιάς, καθώς καθορίζει τη διακίνηση του ασβεστίου κατά τη διαστολή και τη συστολή της καρδιάς. Oι μεταλλάξεις του γονιδίου της φωσφολαμβάνης οδηγούν σε πλήρη αδυναμία σύνθεσης ή σε σύνθεση μη φυσιολογικής φωσφολαμβάνης, με αποτέλεσμα την εκδήλωση καρδιακής ανεπάρκειας.

Διαγνωστικό τεστ

Σύμφωνα με τους ειδικούς, όσοι Ελληνες φέρουν το μεταλλαγμένο γονίδιο κινδυνεύουν να παρουσιάσουν σε νεαρή ηλικία (18 - 40 ετών) καρδιακή ανεπάρκεια, ακόμη και να χάσουν τη ζωή τους. Γι� αυτόν το λόγο αναπτύσσεται ήδη ένα διαγνωστικό τεστ, μια μέθοδος αναζήτησης της γονιδιακής μετάλλαξης, ενώ η φωσφολαμβάνη αποτελεί στόχο για τη φαρμακευτική αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας. Κάποιες φαρμακευτικές εταιρίες έχουν αρχίσει να εξετάζουν την πιθανή δράση μιας τέτοιας θεραπείας στο επίπεδο της φωσφολαμβάνης και αναμένονται σύντομα τα πρώτα αποτελέσματα. Παράλληλα στο εργαστήριο έχει εφαρμοστεί γονιδιακή θεραπεία σε πειραματόζωα με πολύ καλά αποτελέσματα. Στα πειραματόζωα αντιμετωπίστηκε η καρδιακή ανεπάρκεια και επανήλθε η λειτουργικότητα των καρδιακών κυττάρων. Ωστόσο, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εφαρμοστεί αυτή η θεραπεία σε ασθενείς. Εκτιμάται ότι εντός της επόμενης δεκαετίας οι γιατροί θα μπορούν να εφαρμόσουν τη γονιδιακή θεραπεία και στον άνθρωπο.


Αυτό λοιπόν είναι ένα παράδειγμα γιατί η βιολογία είναι τόσο σημαντική (αν και συνήθως παραγκωνισμένη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails